αλευρώδης

αλευρώδης
-ες (Α ἀλευρώδης) [ἄλευρον] ο όμοιος με αλεύρι
νεοελλ.
αυτός που περιέχει αρκετή ποσότητα αλεύρου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀλευρώδης — like flour masc/fem acc pl (attic epic doric) ἀλευρώδης like flour masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἀλευρώδης like flour masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλευρώδη — ἀλευρώδης like flour neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀλευρώδης like flour masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀλευρώδης like flour masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀλευρῶδες — ἀλευρώδης like flour masc/fem voc sg ἀλευρώδης like flour neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • άλευρο — το (Α ἄλευρον) (συνήθως στον πληθυντικό) τα άλευρα α) αλεσμένο σιτάρι β) κάθε αλεσμένο δημητριακό. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἄλε υρ ον προέρχεται από επαυξημένη ρίζα τού ρήμ. ἀλῶ* «αλέθω». Παρόμοια επαύξηση (F(α)ρ/υρ) παρατηρείται στην αντίστοιχη αρμενιακή… …   Dictionary of Greek

  • μηλιά — Ένα από τα γνωστότερα οπωροφόρα δέντρα, που καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές του βόρειου κυρίως ημισφαιρίου πολύαριθμες, πάνω από χίλιες, είναι οι εμπορεύσιμες ποικιλίες του και ακόμα μεγαλύτερος ο αριθμός που αντιπροσωπεύει τις υποποικιλίες… …   Dictionary of Greek

  • πριμουλίδες — Οικογένεια δικοτυλήδονων φυτών, που περιλαμβάνει 28 γένη και 800 είδη, από τα οποία περίπου 400 υπάγονται στο γένος πρίμουλα. Συνήθως είναι πόες με ωραία εμφάνιση και άνθη, που καλλιεργούνται συχνά ως καλλωπιστικά φυτά· είναι διαδεδομένα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • αλετρίδα — (aletris). Γένος μικρών, πολυετών, ποωδών φυτών της οικογένειας των λιλιιδών, ιθαγενών της ανατολικής Ασίας και της Β Αμερικής. Τα φύλλα τους είναι λεπτά, λογχοειδή, όπως αυτά των αγρωστωδών, και σχηματίζουν ρόδακα. Έχουν άνθη μικρά σε… …   Dictionary of Greek

  • αλευρωδίδες — (aleurodidae). Οικογένεια ομοπτέρων εντόμων της τάξης των στενορρύγχων. Οι προνύμφες των α. ζουν στα φύλλα διαφόρων φυτών και τους προξενούν ζημιές απομυζώντας τους χυμούς τους. Στην πλήρη τους ανάπτυξη έχουν μήκος 1 3 χιλιοστά, ενώ το σώμα και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”